Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Τράπεζες και καταχρηστικές πρακτικές

Συνήθης τραπεζική εργασία αποτελεί στις μέρες μας η λεγόμενη σύμβαση ανοίγματος πίστωσης, δηλαδή μια σύμβαση μεταξύ της τράπεζας και μιας επιχείρησης , όπου η τράπεζα αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει πίστωση σε όποιο χρόνο και σε όποια μορφή (δανειο, εγγυητική επιστολή, προεξόφληση αξιογράφων κλπ) ζητήσει η επιχείρηση, η επιχείρηση από την αλλη αναλαμβάνει την υπόχρεωση να καταβάλει μια προμήθεια στην τράπεζα, επειδή υποτίθεται ότι όποτε και αν της ζητηθεί θα είναι έτοιμη , ασχέτως αν χρησιμοποίησε την πιστωτική δυνατότητα ή όχι (προμήθεια ετοιμοτητας, stanby premium). Στη σύμβαση ανοίγματος πίστωσης, συμφωνούνται και όλοι οι όροι δανειοδότησης/πίστωσης (επιτόκια κλπ) αλλά και ένα ανώτατο πιστοδοτικό όριο (πλαφόν) του οποίου το ύψος εξαρτάται από την αξιολόγηση της φερεγγυότητας ή πιστοληπτικής ικανότητας της επιχείρησης. Επειδή ακριβώς σ' αυτή τη σύμβαση περιλαμβάνονται όλοι οι γενικοί κανόνες που θα ισχύσουν σε όλες τις μελλοντικές επιμέρους συναλλαγές μεταξύ τράπεζας και επιχείρησης ονομάζεται σύμβαση πλαίσιο/ κανονιστική σύμβαση (Rahmenvertrag/Normvertrag).Για την τήρηση-εξυπηρέτηση αυτής της συμβάσεως ανοίγεται και ένας "αλληλόχρεος" λογαριασμός, όπου κάθε μέρος καταχωρεί τις απαιτήσεις του, δηλαδή η επιχείρηση τα ποσά που ζητάει ως πίστωση και η τράπεζα την προμήθεια ετοιμότητας αλλα και τις οφειλόμενες δόσεις από ήδη καταρτισθείσες πιστώσεις (πχ. από κάποιο δάνειο).
Τι σημαίνει αλληλόχρεος ; Ήδη από τα χρόνια της Αναγέννησης και ιδίως επι κυριαρχίας στο εμπόριο της Βενετίας ακολοθούταν η εξής πρακτική : στα πλαίσια αμφιμερώς εμπορικών συμβάσεων, δηλαδή και οι δύο συμβαλλόμενοι ήταν έμποροι, όπου υπήρχε η δυνατότητα αποστολών και από τις δύο μεριές, δηλαδή ο Α αγόραζε από το Β παπούτσια και ο Β από τον Α κάλτσες συμφωνούσαν για λόγους ασφαλείας αλλά και ευκολίας, να μη πληρώνουν με την εκπλήρωση των συμβάσεων αλλά να γράφονται τα χρωστούμενα του Α προς το Β και αντίστροφα σε ένα λογαριασμο, ο οποίος κατά τακτά χρονικά διαστήματα θα "έκλεινε", δηλαδή θα αθροίζονταν τα χρωστούμενα του Α προς τον Β από τη μία πλευρά και του Β προς τον Α από την άλλη και θα αποσβήνονταν οι οφειλές στο μέτρο του δυνατού δια συμψηφισμού ότι υπόλοιπο περίσσευε θα το πλήρωνε ο αντίστοιχος οφειλέτης. Πχ ο Α χρωστάει 1000 στον Β για τις παπούτσια, και Β χρωστάει 800 στον Α για τις κάλτσες. Άρα μένει ένα υπόλοιπο (κατάλοιπο) 200 το οποίο είναι χρεωστικό για τον Α (δηλαδη το χρωστάει, ειναι οφειλέτης) και πιστωτικό για το Β (δηλαδη είναι ο δανειστής αυτού του ποσού , του το χρωστούν). Ο αλληλόχρεος δηλαδή λειτουργεί ως "χωνευτήρι απαιτήσεων", δηλαδή εν προκειμένω, ο Β μπορεί να ζητήσει μόνο τα 200 και τίποτα άλλο.
Γίνεται δεκτο χωρίς ιδιαίτερη επιχειρηματολογία ότι ο λογαριασμός που τηρείται προς εξυπηρετηση του ανοίγματος πίστωσης συνιστά αλληλόχρεο λογαριασμό. Βέβαια, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι το αναγκαίο στοιχείο του αλληλόχρεου λογαριασμού ήτοι η αμοιβαιότητα οφειλών/απαιτήσεων εν προκειμένω απουσιάζει, καθώς δεν υπάρχει ούτε καν η αφηρημένη δυνατότητα το κατάλοιπο να είναι χρεωστικό για την τράπεζα κατά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού. Επίσης, απουσιάζει το στοιχείο των εκατέρωθεν αποστολών πραγμάτων/υπηρεσιών αφού πρόκειται για απλές αποστολές χρημάτων που από την πλευρά του πιστούχου γίνονται προς αποπληρωμή της πίστωσης του.
Συνέπεια του χαρακτηρισμού του λογαριασμού αυτού ως αλληλόχρεου είναι η δυνατότητα μονομερούς χώρις προηγούμενη συμφωνία ανατοκισμού του καταλοίπου (δηλαδή κεφαλαιοποίηση των τόκων/τόκοι επί τοκων/πανωτόκια) λόγω του άρθρου 112 Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Αντίθετα αν ο λογαριασμός αυτός δεν θεωρηθεί αλληλόχρεος ανατοκισμός επιτρέπεται μόνο κατόπιν προγενέστερης του κλεισίματος του λογαριασμού συμφωνίας, η οποία σίγουρα θα συμπεριλαμβάνεται ως Γενικός Όρος των Συναλλαγών αλλά θα υπάγεται στον αποτελεσματικό έλεγχο καταχρηστικότητας του Ν. 2251/1994 με την εφαρμογή του οποίου έχουν πλέον εξοικειωθεί τα ελληνικά Δικαστήρια.
Δυστυχώς -εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω- μόνο ο Λ. Γεωργακόπουλος (Νομική Αθηνών) και ο Σ. Ψυχομάνης (Νομική Θεσσαλονίκης) έχουν επισημάνει την συγκεκριμένη στρέβλωση χωρίς ακόμα οι επισημάνσεις τους να έχουν οδηγήσει σε κάποιο νομολογιακό αντίκρυσμα, καθώς η νομολογία παγίως αποδέχεται τους λογαριασμούς αυτούς ως αλληλόχρεος.